αγδίκητος

αγδίκητος
-η, -ο και αγδίκιωτος, -η, -ο εκείνος για τον οποίο δεν πάρθηκε εκδίκηση: Δεν ξεχνούσε πως ο φόνος του πατέρα του έμενε αγδίκιωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγδίκητος — και αγδίκιωτος, η, ο 1. αυτός που δεν πήρε εκδίκηση για τον εαυτό του 2. αυτός για τον οποίο δεν πάρθηκε εκδίκηση για κάποιο αδίκημα που τού έκαναν, ο ανεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + όψιμο μσν. γδίκοῦμαι και ’γδικιώνω] …   Dictionary of Greek

  • αγδίκιωτος — η, ο βλ. αγδίκητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”